Συντάχθηκε στις . Last updated on . Εμφανίσεις: 5261
Λωλός: αρχαία ελληνικήὀλωλώς, μετοχή μέσου παρακειμένου τουὄλλυμι
Η λέξη «Λωλός» ακούγεται πολύ συχνά στη Σύρο. Ιδιαίτερα όταν κάποιος μας φαίνεται ότι κάνει κάτι πολύ τρελό, χαζό ή άσχετο π.χ. κάποιος που κυκλοφορεί με διαφορετικά παπούτσια αποκαλείται «λωλός». Αξιοσημείωτο είναι η ρίζα αυτής της λέξη. Προέρχεται από μια αρχαία ελληνική λέξη, τη λέξη «Όλωλως». Έτσι λωλός είναι ο τρελός, ο ανεύθυνος, ο απερίσκεπτος δηλαδή αυτός που κάνει ανόητες, τρελές ενέργειες. Ενώ η τρέλα αποκαλείται «λωλάδα».
λωλός, -ή, -ό τρελός, ανεύθυνος, απερίσκεπτος
λωλάδα θηλυκό η τρέλα, η ανευθυνότητα, η απερισκεψία, η ανόητη, τρελή ενέργεια